- πρωτόαθλος
- -ον, Μβλ. πρώταθλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρώταθλος — ὁ, ΜΑ, πρωτόαθλος, ον, Μ αυτός που πρώτος αγωνίστηκε για την πίστη του στον Χριστό μσν. (ως προσωνυμία τού αγίου Στεφάνου) πρωτομάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄθλος (για τη σημ. πρβλ. ἀθλῶ, ἀθλητής)] … Dictionary of Greek